Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα

της Μαρίας Δριμή
(φωτ. Μαρία Δριμή)

Sunday morning…”, ψιθύριζε τραγουδιστά η Nico στο ραδιόφωνο. Η Κυριακή ήταν πάντα μια αμήχανη μέρα. Θα ήθελε να έρχονται οι εβδομάδες του χωρίς Κυριακές. Κι ας μην ήταν εβδομάδες-θα ήταν ίσως εξομάδες;-κι ας άλλαζε η σειρά των ημερών. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν κατάλαβε αν η Κυριακή ήταν στο τέλος ή στην αρχή της εβδομάδας. Κρίνοντας απ’ το όνομα, η Δευτέρα ήταν δεύτερη και η Κυριακή πρώτη, πόσο παράξενα ακουγόταν η ευχή για καλή εβδομάδα τα πρωινά της Δευτέρας…
Όλες οι μέρες του Θεού είναι, έλεγε η μάνα του. Πράγματι, ο Θεός ίσως ήταν μια λύση για τις Κυριακές∙ αν πίστευε, θα τις υποδεχόταν με καλύτερη διάθεση, ακούγοντας την πρωινή λειτουργία στην εκκλησία, ύστερα το κήρυγμα του ιερέα, λέξεις που ευωδιάζουν λιβάνι, πάντα το λιβάνι του θύμιζε απαγορευμένες μυρωδιές. Αν πίστευε έστω στην τύχη, πάλι θα είχε λόγο να περιμένει τις Κυριακές, την κλήρωση του κρατικού λαχείου, τους αγώνες ποδοσφαίρου, τα υπό την κρατική αιγίδα στοιχήματα.
Όμως ήταν μόνος με τις Κυριακές του. Τις κατέγραφε με λεπτομέρεια σ’ ένα μικρό σημειωματάριο με μαύρο εξώφυλλο, από πολύ μικρός, σχεδόν από τότε που έμαθε να γράφει. Μόνο τις Κυριακές, όχι τις άλλες μέρες, δεν κρατούσε ημερολόγιο. Σημείωνε δίπλα στην ημερομηνία λίγες λέξεις, ένα όνομα, μια τοποθεσία, κάτι που έφαγε, κάτι που είδε, όχι για να τα θυμάται, αλλά για να τα ξορκίσει εντελώς, να τα ξεχάσει. Ήταν σαράντα ετών, είχε ήδη ξαποστείλει κάπου χίλιες επτακόσιες Κυριακές, του έλειπαν οι Κυριακές των πρώτων χρόνων, όμως τότε δεν είχε αρχίσει ακόμα να τις βαριέται. Οι πρώτες εκείνες Κυριακές ήταν γεμάτες με λούνα-παρκ, τσίρκο ή βόλτα με το πρώτο αυτοκίνητο του πατέρα, κίτρινο σαν το καναρίνι ή σαν ταξί, τότε όμως τα ταξί δεν είχαν ακόμα γίνει κίτρινα. 
Σε μια σελίδα στην αρχή του σημειωματάριου, κρατούσε και μια λίστα με τραγούδια σχετικά με τις Κυριακές. Τραγούδια ελληνικά και ξένα, για Κυριακές που απλώς ξημερώνουν ή που ξημερώνουν ματωμένες ή συννεφιασμένες, Κυριακές που φεύγουν, Κυριακές με όνειρα, με εκδρομές. "Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα", έγραφε η πρώτη σελίδα στο σημειωματάριο, ρεφρέν από τραγούδι και από τη ζωή του, ποτέ δεν κατάλαβε τον Ιρλανδό που γκρίνιαζε για τις Δευτέρες. Ήταν αλλιώς για κείνον, ποτέ την Κυριακή και καμία Κυριακή, όλες του κόσμου οι Κυριακές τού έφταιγαν το ίδιο.

Δίπλα στη σημερινή Κυριακή έγραψε μόνο μία λέξη. Βιβλία. Το γνωστό ετήσιο παζάρι των εκδοτών στο κέντρο της πόλης, πήγαινε κάθε χρόνο, πάντα Κυριακή. Το ίδιο μακρόστενο αντίσκηνο που στέγαζε τόνους συγγραφικού μελανιού ήταν σήμερα περικυκλωμένο από ξένους με πράσινες σημαίες που τραγουδούσαν μελωδίες του τόπου τους και φώναζαν συνθήματα. Ήταν ένα πλήθος πολύχρωμο, με μια εύθυμη, σχεδόν φιλική αγωνιστικότητα. Μπήκε ανάμεσά τους προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο προς την είσοδο της σκηνής, οι ανάσες τους ζέσταναν τον αέρα του, ξεθυμασμένα αρώματα και μυρωδιά από πιπέρι. Του φαινόταν ότι όλοι αυτοί οι λαοί μύριζαν πιπέρι, σαν να είχε ποτίσει το πιπέρι τη σκουρόχρωμη πέτσα και τα μαύρα από κάρβουνο μάτια και είχε φτάσει βαθιά, μέχρι την ψυχή. Πιπέρι στην ψυχή, αυτό τους είχαν ρίξει, αυτό έφταιγε και τα βλέμματά τους έμοιαζαν με μαύρες πρόκες καρφωμένες στο άσπρο του σκληρού.
Μπήκε στη σκηνή με τα χιλιάδες βιβλία. Δεν είχε σκοπό ν’ αγοράσει, μόνο να δει, όχι τα βιβλία, τους ανθρώπους. Μοναχικοί βιβλιοφάγοι, οικογένειες που αγόραζαν ένα βιβλίο κάθε χρόνο, ηλικιωμένοι που ζητούσαν εκλαϊκευμένα εγχειρίδια με ιατρικές συμβουλές. Ξεχώριζε ένας πανύψηλος ασπρομάλλης με μαύρη καπαρντίνα, που κρατούσε ένα πλαστικό καλάθι με δεκάδες βιβλία. Ξεχώριζε από τη μυρωδιά, νοτισμένο κάτουρο μαζί με μήνες απλυσιάς, η μυρωδιά της δυστυχίας. Τα τριμμένα ρούχα του και τα φθαρμένα παπούτσια συμπλήρωναν με αναμενόμενο τρόπο το παρουσιαστικό του, έρχονταν όμως σε αντίθεση με την παρουσία του Σολωμού, του Καβάφη και του Μποντλέρ μέσα στο πλαστικό καλάθι. Παγίδα η άνεση στον πάγκο με τα βιβλία στο σημείο που εκείνος στεκόταν και έψαχνε, κανείς δεν μπορούσε να υπομείνει τη μυρωδιά, παρά τα όποια λογοτεχνικά θέλγητρα.
Κατευθύνθηκε προς το ταμείο κρατώντας ένα μόνο βιβλίο. Άνοιγε πάντα τα βιβλία τυχαία σε μια σελίδα και διάβαζε μία φράση, κι αυτή η φράση μπορεί να τον έκανε να αγοράσει το βιβλίο. Στο σημερινό βιβλίο είχε διαβάσει τη φράση «Η ανησυχία του μυαλού μετριέται με τον αριθμό των υποσχέσεων που δεν τηρήθηκαν». Σελίδα 207. Τσάκισε τη σελίδα και έδωσε το βιβλίο στον ταμία. Πέντε ευρώ. Ακριβή φράση, αναρωτήθηκε αν το βιβλίο θα είχε κι άλλες τέτοιες. Πήρε το βιβλίο και την απόδειξη και βγήκε από τη σκηνή. Οι διαδηλωτές είχαν σκορπίσει, αν και στον αέρα υπήρχε ακόμα η οσμή του πιπεριού.
Ανηφόρισε τον πεζόδρομο με τα καταστήματα. Το κράτος είχε προνοήσει για κάποιους σαν κι αυτόν που έβρισκαν τις Κυριακές ανιαρές, επιτρέποντας τη λειτουργία των καταστημάτων. Όχι ότι οι πελάτες θα μπορούσαν να ψωνίσουν περισσότερο, θα μπορούσαν όμως να μπαινοβγαίνουν στα καταστήματα, ενώ οι υπάλληλοι των καταστημάτων θα έσπαγαν την Κυριακάτικη μονοτονία δουλεύοντας. Οι εκπτώσεις είχαν αρχίσει. Ίσως έπρεπε να κοιτάξει για κανένα καινούριο μπουφάν, όχι όμως σήμερα που ήταν Κυριακή. Αντιπαθούσε τις Κυριακές από παιδί, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ή σχεδόν από τότε. Από εκείνη την Κυριακή που τους άφησε ο πατέρας του. Μέχρι τότε οι Κυριακές ήταν γεμάτες με λούνα-παρκ, τσίρκο ή βόλτα με το πρώτο αυτοκίνητο του πατέρα, κίτρινο σαν το καναρίνι ή σαν ταξί, τότε όμως τα ταξί δεν είχαν ακόμα γίνει κίτρινα.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κ. Γ. Καρυωτάκης: Ένας πρακτικός θάνατος

Γιάννης Βαρβέρης: Γκάφα σε όνειρο

Αργύρης Χιόνης: Το οριζόντιο ύψος