Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2013

Solomon Northup: Δώδεκα χρόνια σκλάβος (απόσπασμα)

Εικόνα
    Έ να Σάββατο, εποχή που σκάβαμε, όχι πολύ παλιά, ήμαστε στην όχθη του ποταμού και πλέναμε τα ρούχα μας, όπως συνηθίζαμε πάντα. Η Πάτσι δεν ήταν μαζί μας, ο Επς την αναζήτησε φωνάζοντας δυνατά, χωρίς να πάρει απάντηση. Δεν την είχε δει κανένας μας να φεύγει, άγνωστο πού είχε πάει. Πρέπει να είχαν περάσει μία-δύο ώρες,  όταν την είδαμε να έρχεται από την κατεύθυνση του Σόου. Ο άνθρωπος αυτός, γνωστός για την ανηθικότητά του, δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον Επς. Η Χάριετ, η μαύρη σύζυγός του, ήξερε τα βάσανα της Πάτσι και της φερόταν ευγενικά, με αποτέλεσμα κι εκείνη με κάθε ευκαιρία να επιδιώκει να τη συναντήσει. Οι επισκέψεις της είχαν ως αφετηρία μόνο τη φιλία, όμως στο μυαλό του Επς τρύπωσε σιγά-σιγά η υποψία ότι άλλος λόγος την οδηγούσε εκεί, ένα ελεεινό πάθος: δεν ήταν η Χάριετ που πήγαινε να συναντήσει, αλλά αυτός ο ξεδιάντροπος σάτυρος, ο γείτονάς του. Όταν γύρισε η Πάτσι, βρήκε το αφεντικό της έξαλλο από θυμό. Η οργή του τη φόβισε τόσο  που αρχικά προσπάθησε να

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Το χριστόψωμο

Εικόνα
(φωτ. Κωνσταντίνος Μάνος)        Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.       Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Δι

Μάριος Χάκκας: Το ψαράκι της γυάλας (1971)

Εικόνα
       Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπό μάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος! και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.        Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.      Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας τοπίο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.       Σ’ όλους τους ανθ

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: "Η χαμένη δεκαετία"

Εικόνα
(φωτ. Charles Ebbets)     Κάθε λογής άνθρωποι έρχονταν στα γραφεία της εβδομαδιαίας εφημερίδας και ο Όρισον Μπράουν είχε κάθε λογής σχέσεις μαζί τους. Εκτός ωρών γραφείου ήταν ένας από τους συντάκτες — την ώρα της δουλειάς ήταν απλώς ένας σγουρομάλλης άντρας που πριν ένα χρόνο είχε τη σύνταξη του Jack-O-Lantern του Ντάρτμουθ και τώρα ήταν πολύ χαρούμενος μόνο και μόνο επειδή αναλάβαινε τις ανεπιθύμητες αποστολές μέσα στο γραφείο, από το χτένισμα ενός δυσανάγνωστου κειμένου μέχρι το να παρασταίνει τον κλητήρα δίχως τον τίτλο.        Είχε δει αυτόν τον επισκέπτη να μπαίνει στο γραφείο του αρχισυντάκτη — έναν χλωμό, ψηλό σαραντάρη με ξανθά, αγαλματένια μαλλιά, και φέρσιμο που δεν ήταν δειλό ούτε συνεσταλμένο ούτε απόκοσμο σαν του καλόγερου, μα κάτι κι απ’ τα τρία μαζί. Το όνομα στην κάρτα του, Λιούις Τριμπλ, ανακαλούσε κάποια θαμπή μνήμη, αλλά μην έχοντας από πού να ξεκινήσει, ο Όρισον δε σκοτίστηκε γι’ αυτό — ωσότου ένα κουδούνι ήχησε πάνω στο γραφείο του και η προηγούμενη πείρα του

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: Το χαλί όπου παίζαμε ήταν κόκκινο (απόσπασμα)

Εικόνα
            Αν θελήσω να ξαναγυρίσω με το μυαλό μου πίσω στα παιδικά μου χρόνια με σταματάει μια δυσκολία.      Θυμάμαι πιο εύκολα κείνα τα πράγματα που μου ’χουν ξανάρθει, από τότες, πολλές φορές στο νου και τα ’χω ξαναδιηγηθεί σε άλλους, ή στον εαυτό μου, γιατί τα ’βρισκα ενδιαφέροντα, για να δικαιολογήσω μια πράξη μου, και γιατί οι άλλοι τα είχανε διαλέξει για καλύτερα και μου τα είχανε επιβάλει κι εμένα του ίδιου.      Τα άλλα, όσα συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή, μένουν μπερδεμένα σε κάποιο θαμπό σύννεφο που υπάρχει (γιατί το αισθάνομαι) μέσα μου. Καταλαβαίνω πως θα μου χρειαστεί κόπος για να φτάσω ώς τα εκεί.      Κι έτσι σκοντάφτει η θέλησή μου και γυρίζει σαν ένας μύλος που δεν αλέθει τίποτα· ώσπου να της δώσω καμιά άλλη τροφή να ικανοποιηθεί, κοιτάζοντας λόγου χάριν απ’ το παράθυρο τον εξωτερικό κόσμο, αφού τόση είναι η αδυναμία μου να γυρίσω στον εσωτερικό.      Καμιά φορά στον πρωινόν ύπνο ξανάρχονται ξεχασμένα πράγματα σαν φούσκες από τον βυθό μιας λεκάνης που

Daniil Kharms: Το μπαούλο (1937)

Εικόνα
            Ένας άντρας με λεπτό λαιμό χώθηκε σ ’ ένα μπαούλο, έκλεισε από πάνω του το καπάκι κι άρχισε να πεθαίνει από ασφυξία.       – Ορίστε, είπε καθώς πέθαινε από ασφυξία ο άντρας με το λεπτό λαιμό. Πεθαίνω από ασφυξία μες στο μπαούλο, επειδή έχω λεπτό λαιμό. Το καπάκι του μπαούλου είναι κλειστό και δεν μπαίνει καθόλου αέρας. Θα πεθάνω από ασφυξία, μα το καπάκι του μπαούλου δεν το ανοίγω. Σιγά σιγά θα είμαι νεκρός. Θα παρακολουθήσω την πάλη της ζωής με το θάνατο. Θα έχουν και οι δυο ίσες πιθανότητες νίκης, άρα θα είναι μια αφύσικη μάχη, γιατί υπό φυσιολογικές συνθήκες νικά ο θάνατος, ενώ η ζωή, καταδικασμένη σε θάνατο, μάταια αγωνίζεται εναντίον του εχθρού, τρέφοντας ώς την τελευταία στιγμή φρούδες ελπίδες. Σε τούτη δω τη μάχη όμως που θα λάβει χώρα τώρα, η ζωή ξέρει πώς να νικήσει: να κάνει τα χέρια μου ν’ ανοίξουν το καπάκι του μπαούλου. Για να δούμε λοιπόν ποιος θα κερδίσει. Μονάχα που εδώ μέσα βρομοκοπάει ναφθαλίνη. Αν κερδίσει η ζωή, θα πασπαλίσω όλα τα πράγματα μες σ

Αργύρης Χιόνης: Το οριζόντιο ύψος

Εικόνα
        Μια φορά κι έναν καιρό, πλάι σ' ένα πανύψηλο, υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη, ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι' αυτό τεντωνότανε αδιάκοπα στις άκρες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή, γιατί κάθε φορά που έκανε αυτήν τη γυμναστική, για μέρες μετά, την πόναγε ανυπόφορα η μέση της. Το κυπαρίσσι που παρακολουθούσε αφ' υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης:      "Δεν γνωρίζετε τι χάνετε, αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και αν θα ήταν ακόμη πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή μάλλον, έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά

Francis Scott Fitzgerald: Ευχαριστώ για τη φωτιά (1936)

Εικόνα
         Η κυρία Χάνσον ήταν μια όμορφη, μα κάπως ταλαιπωρημένη γυναίκα γύρω στα 40, που πουλούσε κορσέδες και ζωνάρια, ταξιδεύοντας έξω από το Σικάγο. Για πολλά χρόνια η περιοχή της οριζόταν από το Τολέδο, τη Λίμα, το Σπρίνγκφιλντ, το Κολόμπους, την Ινδιανάπολη και το Φορτ Γουέιν και η μετάθεσή της στην περιφέρεια Αϊόβα - Κάνσας - Μιζούρι αποτελούσε προαγωγή, καθώς η εταιρεία της είχε επεκταθεί πιο δυναμικά στα δυτικά του Οχάιο. Στ' ανατολικά έπιανε την κουβέντα με τους πελάτες και συχνά είχε προσφορές για ένα ποτό ή ένα τσιγάρο στο γραφείο κάποιου αγοραστή, όταν τέλειωνε η δουλειά. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι στην καινούργια περιφέρεια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όχι μόνο δεν τη ρωτούσαν ποτέ αν ήθελε να καπνίσει, αλλά αρκετές φορές, στη δική της ερώτηση, αν είχε κανείς αντίρρηση να ανάψει τσιγάρο, της απαντούσαν μισοαπολογητικά ότι «δεν είναι ότι ενοχλούμαι εγώ, αλλά επηρεάζει αρνητικά τους εργαζομένους». «Α, φυσικά, καταλαβαίνω».           Το κάπνισμα σήμαινε πολλά γι&#

Μαργαρίτα Καραπάνου: Η σκιά

Εικόνα
      Όπως κάθε Πέμπτη, ήμουν στου θείου Χαρίλαου για να παίξουμε με το μακρύ κόκκινο τρένο που του’ χε χαρίσει η θεία Πάτρα για τα γενέθλιά του.      Ξαπλωθήκαμε χάμω στο σαλόνι, βάλαμε γύρω από τις ράγες δέντρα, σχολεία και σταθμούς, και το σαλόνι έγινε ο κόσμος.     Ο θείος Χαρίλαος δεν είχε όρεξη να παίξει. Όλο έπιανε το λαιμό του και ξέσφιγγε τη γραβάτα του.    «Ξέρεις να φτιάχνεις κόμπους;» με ρώτησε.    «Η Miss Benbridge μου’ χε μάθει κάτι ωραίους», του είπα.     Έφερε ένα χοντρό σχοινί απ’ την κουζίνα και κάναμε πολλούς κόμπους, για να μάθουμε καλά. Μετά πήγαμε στο δωμάτιό του, κρεμάσαμε το σχοινί πάνω στο ταβάνι κι ο θείος Χαρίλαος το πέρασε γύρω απ’ το λαιμό του. Ήθελα κι εγώ να παίξω.    «Άλλη φορά», μου είπε, «σήμερα είναι η σειρά μου. Αν με βοηθήσεις να παίξουμε καλά, την άλλη Πέμπτη, σ’ το υπόσχομαι, θα’ ναι η σειρά σου».    Δοκιμάσαμε πολλές φορές, αλλά μια το σχοινί ήταν μακρύ και μια κοντό, ο θείος Χαρίλαος άρχισε να κλαίει.    «Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω

Κ. Καβάφης: Ο καθρέπτης στην είσοδο (1930)

Εικόνα
Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό· τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο. Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη (τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής), στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη έμεινε μόνος, και περίμενε. Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε. Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει, κατά την ύπαρξίν του την πολυετή, χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα· μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν, κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά. 

Virginia Woolf: The Lady in the Looking-Glass (1929)

Εικόνα
P eople should not leave looking-glasses hanging in their rooms any more than they should leave open cheque books or letters confessing some hideous crime. One could not help looking, that summer afternoon, in the long glass that hung outside in the hall. Chance had so arranged it. From the depths of the sofa in the drawing-room one could see reflected in the Italian glass not only the marble-topped table opposite, but a stretch of the garden beyond. One could see a long grass path leading between banks of tall flowers until, slicing off an angle, the gold rim cut it off.        The house was empty, and one felt, since one was the only person in the drawing-room, like one of those naturalists who, covered with grass and leaves, lie watching the shyest animals - badgers, otters, kingfishers - moving about freely, themselves unseen. The room that afternoon was full of such shy creatures, lights and shadows, curtains blowing, petals falling - things that never happen, so it seems, if