Solomon Northup: Δώδεκα χρόνια σκλάβος (απόσπασμα)

    Ένα Σάββατο, εποχή που σκάβαμε, όχι πολύ παλιά, ήμαστε στην όχθη του ποταμού και πλέναμε τα ρούχα μας, όπως συνηθίζαμε πάντα. Η Πάτσι δεν ήταν μαζί μας, ο Επς την αναζήτησε φωνάζοντας δυνατά, χωρίς να πάρει απάντηση. Δεν την είχε δει κανένας μας να φεύγει, άγνωστο πού είχε πάει. Πρέπει να είχαν περάσει μία-δύο ώρες,  όταν την είδαμε να έρχεται από την κατεύθυνση του Σόου. Ο άνθρωπος αυτός, γνωστός για την ανηθικότητά του, δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον Επς. Η Χάριετ, η μαύρη σύζυγός του, ήξερε τα βάσανα της Πάτσι και της φερόταν ευγενικά, με αποτέλεσμα κι εκείνη με κάθε ευκαιρία να επιδιώκει να τη συναντήσει. Οι επισκέψεις της είχαν ως αφετηρία μόνο τη φιλία, όμως στο μυαλό του Επς τρύπωσε σιγά-σιγά η υποψία ότι άλλος λόγος την οδηγούσε εκεί, ένα ελεεινό πάθος: δεν ήταν η Χάριετ που πήγαινε να συναντήσει, αλλά αυτός ο ξεδιάντροπος σάτυρος, ο γείτονάς του. Όταν γύρισε η Πάτσι, βρήκε το αφεντικό της έξαλλο από θυμό. Η οργή του τη φόβισε τόσο  που αρχικά προσπάθησε να μην απαντήσει ευθέως στις ερωτήσεις του, γεγονός που μεγάλωσε την καχυποψία του. Στο τέλος, σχεδόν με πείσμα, σταμάτησε να απαντά και με απόγνωση αρνήθηκε έντονα τις κατηγορίες του.


    «Εμένα η κυρά δεν μου δίνει όπως στις άλλες γυναίκες σαπούνι να πλυθώ, είπε η Πάτσι, «και ξέρετε γιατί. Πήγα στη Χάριετ να πάρω ένα κομμάτι» και λέγοντας αυτό, έβγαλε από την τσέπη της το σαπούνι και του το έδειξε. «Γι’ αυτό πήγα στου Σόου, κύριε Επς», συνέχισε∙ «μάρτυράς μου ο Θεός».

   «Λες ψέματα, μαύρη πόρνη!», φώναξε ο Επς.

    «Δεν λέω ψέματα, κύριε. Και να με σκοτώσετε, το ίδιο θα συνεχίσω να λέω».

     «Τώρα θα σε φτιάξω εγώ. Θα σου μάθω να πηγαίνεις στου Σόου. Θα σε ξεπετσιάσω», στρίγγλισε μέσα από τα δόντια του οργισμένα ο Επς.

      Γυρίζοντας προς το μέρος μου, με διέταξε να ρίξω τέσσερις σανίδες στο έδαφος, δείχνοντας με τη μύτη της μπότας του τα σημεία που ήθελε να τις βάλω. Όταν τοποθετήθηκαν οι σανίδες, διέταξε την Πάτσι να βγάλει όλα τα ρούχα της. Στη συνέχεια, της είπε να ξαπλώσει μπρούμυτα με τα πρόσωπο στο έδαφος και μας έβαλε να της δέσουμε σφιχτά με σκοινιά τα πόδια και τους καρπούς πάνω στις σανίδες. Μετά πήγε στην αυλή και έφερε ένα βαρύ μαστίγιο, μου το έβαλε στα χέρια και με διέταξε να τη χτυπήσω. Όσο φριχτό και αν ήταν αυτό, αναγκάστηκα να υπακούσω. Τολμώ να πω ότι  πουθενά και ποτέ, σε ολόκληρη τη γη,  δεν έχει γίνει μεγαλύτερη κτηνωδία από αυτή που συντελέστηκε εκείνη την ημέρα εκεί.

     Η κυρία Επς στεκόταν στην αυλή μαζί με τα παιδιά της και παρακολουθούσε τη σκηνή χωρίς συμπόνια, μάλλον με ικανοποίηση. Οι σκλάβοι στέκονταν μαζεμένοι παραδίπλα, καθρεφτίζοντας στα πρόσωπά τους όλη τη θλίψη της καρδιά τους. Η κακομοίρα η Πάτσι προσευχόταν ικετεύοντας να τη λυπηθούν, αλλά οι προσευχές της ήταν μάταιες. Ο Επς έτριξε τα δόντια του και χτύπησε το πόδι του στο έδαφος, φωνάζοντάς μου σαν τρελός να τη χτυπήσω πιο δυνατά.

   «Βάρα πιο δυνατά, αλλιώς θα έρθει η δική σου σειρά, απατεώνα», ξεφώνιζε.

    «Ωχ, λυπήσου με, αφεντικό! Ωχ, σε παρακαλώ, λυπήσου με», παρακαλούσε διαρκώς η Πάτσι πασχίζοντας χωρίς αποτέλεσμα, ενώ κάθε βουρδουλιά έκανε τη σάρκα της να τρεμοπαίζει.

       Πρέπει να την είχα χτυπήσει καμιά τριανταριά φορές, όταν σταμάτησα και κοίταξα τον Επς ελπίζοντας ότι θα ήταν ικανοποιημένος, όμως αυτός με απειλές και βρισιές με διέταξε να συνεχίσω. Έριξα άλλα δέκα-δεκαπέντε χτυπήματα. Η πλάτη της ήταν πια καλυμμένη με μακριά αυλάκια, που διασταυρώνονταν σε ένα ματωμένο  δίκτυο. Ο Επς παρέμενε έξαλλος, αγριεμένος και την προειδοποίησε ότι αν ξαναπήγαινε στου Σόου, θα τη βασάνιζε τόσο, που θα ευχόταν να βρισκόταν καλύτερα στην κόλαση. Τότε πέταξα κάτω το μαστίγιο και δήλωσα ότι δεν μπορώ να τη χτυπήσω άλλο. Με πρόσταξε να συνεχίσω, απειλώντας με ότι με περιμένει  χειρότερο ξύλο από εκείνη, αν αρνηθώ. Η καρδιά μου επαναστάτησε στην απάνθρωπη σκηνή, και ρισκάροντας τις συνέπειες, αρνήθηκα απολύτως να σηκώσω το μαστίγιο. Τότε το πήρε ο ίδιος στα χέρια του και άρχισε να τη χτυπάει με δεκαπλάσια δύναμη από τη δική μου. Οι κραυγές πόνου και τα βογγητά της βασανισμένης Πάτσι, ανάκατες  με τις δυνατές, θυμωμένες κατάρες του Επς, πλημμύρισαν τον αέρα. Ήταν τρομερά πληγωμένη, κυριολεκτικά μαδημένη. Το μαστίγιο ήταν λερωμένο από το αίμα που έτρεχε από τα πλευρά της και χυνόταν στο χώμα. Στο τέλος, σταμάτησε να αντιστέκεται. Το κεφάλι της έπεσε σχεδόν άψυχο στο έδαφος. Οι κραυγές και οι ικεσίες της σιγά-σιγά εξασθένισαν και στο τέλος έσβησαν σε ένα σιγανό αναστεναγμό. Δεν κουνιόταν πια καθόλου, παρόλο που το μαστίγιο πέφτοντας ξεκολλούσε μικρά κομμάτια από τη σάρκα της. Μου φάνηκε ότι πέθαινε!

       Ήταν το Σάββατο του Κυρίου. Τα χωράφια χαμογελούσαν στις ζεστές ηλιαχτίδες, τα πουλιά τιτίβιζαν χαρούμενα χωμένα μέσα στα φυλλώματα των δέντρων, γαλήνη και ευτυχία βασίλευαν ολόγυρα, εκτός από τις ψυχές του Επς, του ξέπνοου θύματός του και των σιωπηλών μαρτύρων τριγύρω. Τα θυελλώδη συναισθήματα που κυριαρχούσαν εκεί έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με την ήρεμη και σιωπηλή ομορφιά της ημέρας. Έβλεπα τον Επς με ανομολόγητη αηδία και μίσος και σκεφτόμουν μέσα μου: «Διάβολε, αργά ή γρήγορα, κάπου στην πορεία της αιώνιας δικαιοσύνης, θα λογοδοτήσεις για αυτή την αμαρτία!»

     Κάποια στιγμή σταμάτησε το μαστίγωμα, μόνο όμως επειδή κουράστηκε, και διέταξε τη Φοίβη να φέρει έναν κουβά με αλατόνερο. Αφού την έπλυνε με αυτό, μου είπε να την πάω στην καλύβα της. Έλυσα τα σκοινιά και την πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της και με πεσμένο το κεφάλι της στους ώμους μου, επαναλάμβανε διαρκώς με ξεψυχισμένη φωνή που μόλις ακουγόταν: «Αχ, Πλατ…. αχ, Πλατ!», αλλά τίποτα περισσότερο. Της βάλαμε ένα φόρεμα, αλλά αυτό κόλλησε αμέσως στην πλάτη της, μουσκεμένο στο αίμα. Μέσα στην καλύβα την ακουμπήσαμε σε μερικές τάβλες, όπου έμεινε για πολύ καιρό με τα μάτια κλειστά, σχεδόν σε επιθανάτια αγωνία. Τα βράδια η Φοίβη άλειφε τις πληγές με χοιρινό λίπος, ενώ όλοι μας προσπαθούσαμε να της προσφέρουμε βοήθεια και παρηγοριά. Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, η Πάτσι παρέμενε στην καλύβα της πεσμένη μπρούμυτα, αφού οι πληγές της δεν της επέτρεπαν να ξαπλώνει σε άλλη στάση.

     Θα ήταν ευλογία για κείνη, θα είχε γλιτώσει από μέρες και βδομάδες και μήνες δυστυχίας, αν δεν είχε σηκώσει ζωντανή το κεφάλι της ξανά. Μάλιστα, ποτέ μετά από εκείνη την ημέρα δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Το αβάσταχτο φορτίο μιας βαθιάς μελαγχολίας βάρυνε την ψυχή της. Έχασε το λυγερό, λικνιστικό της βάδισμα, δεν υπήρχε πια η χαμογελαστή λάμψη στο βλέμμα, χαρακτηριστικά που την έκαναν να ξεχωρίζει. Η ταχύτητα στα πόδια και το εύθυμο πνεύμα της νιότης της είχαν χαθεί. Είχε μονίμως μια πένθιμη, θρηνητική διάθεση και συχνά πεταγόταν στον ύπνο της με τα χέρια ψηλά και παρακαλούσε να την λυπηθούν. Έγινε λιγομίλητη και συνηθίσαμε να κάθεται μαζί μας για ώρες χωρίς να λέει κουβέντα. Μια θλιμμένη, γεμάτη έγνοιες έκφραση είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο πρόσωπό της και ακόμα και στα αστεία πιο συχνά έκλαιγε, παρά γελούσε. Αν υπήρξε ποτέ μια καρδιά που έσπασε, έλιωσε και σάπισε μέσα στην ανελέητη χούφτα της τυραννίας και της δυστυχίας, αυτή ήταν  της Πάτσι.

Solomon Northup: "Twelve years a slave" (1853). Μετάφραση: Μαρία Δριμή. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κ. Γ. Καρυωτάκης: Ένας πρακτικός θάνατος

Γιάννης Βαρβέρης: Γκάφα σε όνειρο

Αργύρης Χιόνης: Το οριζόντιο ύψος