Η καλοσύνη των εστιατορίων

                                                                                                                   

(φωτ. Βρυξέλλες, 2009)

                                                                                                                       της Μαρίας Δριμή
Ξεχωρίζεις εύκολα ένα καλό εστιατόριο. Όχι από τις γευστικές αντιστίξεις των πιάτων· ούτε από τις τιμές. Καθόλου από τα τραπεζομάντιλα, τις κουρτίνες, τις καρέκλες. Ίσως από την τοποθεσία, μόνο λίγο όμως. Ξεχωρίζεις ένα καλό εστιατόριο από τον τρόπο με τον οποίο ξεχωρίζει εκείνο εσένα.

 Οι αόρατοι πελάτες επιλέγουν εκείνα τα ανυπόμονα τραπέζια στις γωνίες, στρωμένα από πριν προς άγραν συντροφιάς. Περιμένουν συγκαταβατικά τη σειρά τους, παρατηρώντας τις ευφάνταστες μαγειρικές συνθέσεις να υπερίπτανται πάνω στους δίσκους των σερβιτόρων, κατευθυνόμενες στο κέντρο.

Τα κεντρικά τραπέζια καταλαμβάνονται από τους κεντρικούς πελάτες. Μεγάλες παρέες από άντρες και γυναίκες , ντύσιμο που γυαλίζει στο φως των πολυελαίων, συζητήσεις που σβήνουν στο τσούγκρισμα των κολονάτων ποτηριών. Οι κυρίες με σωστές αναλογίες· όχι πολύ όμορφες, ούτε πολύ άσχημες, να μην λοξοδρομεί το βλέμμα από τη συζήτηση· ευχάριστος και διακριτικός διάκοσμος για κάθε περίσταση. Οι κύριοι με σακάκι ή κοστούμι σε σκούρο χρώμα· η γραβάτα όχι απαραίτητη. Ρολόγια χειρός προβάλλουν από την άκρη των μανικιών· ο χρόνος είναι χρήμα· τα πάντα είναι χρήμα.

Η ξανθιά καλλονή υπεύθυνη, διπλά ψηλή, από τη φύση και από τις γόβες της, ελέγχει τον χώρο και οριοθετεί την επικράτεια των τραπεζιών. Προειδοποιεί τρεις αόρατες κυρίες να μην ενοχλήσουν τον κύριο της κεντρικής παρέας, αυτόν με τα γυαλιά. Ο κύριος, εκτός από τα γυαλιά, έχει ασημένια μανικετόκουμπα και κρατά ένα χοντρό πούρο. Οι κυρίες στέκονται με δέος μπροστά στο αίτημά της. Οι ψηλοί όμορφοι άνθρωποι έχουν από κατασκευής πλεονέκτημα επιβολής έναντι των υπολοίπων.

Τίποτα επάνω στην υπεύθυνη δεν μαρτυρά ότι ζεσταίνεται με σόμπα αγορασμένη στις εκπτώσεις φθηνής αλυσίδας ηλεκτρικών συσκευών. Μόνο από πολύ κοντά ακούς να το ψιθυρίζει στους σερβιτόρους. Εκείνοι πάλι, σερβίρουν και υπηρετούν· αυτό έχει αποφασίσει η γλώσσα, σχεδόν από την αρχή του κόσμου.

Ο κύριος με τα μανικετόκουμπα και το πούρο σηκώνεται να διευθετήσει μια τυπική εκκρεμότητα· μια κράτηση για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων. Η υπεύθυνη ταλαντεύεται πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες, όμως προφταίνει έγκαιρα να χαμογελάσει. Ο κύριος στριφογυρίζει το πούρο ανάμεσα στα δάκτυλά του. Δεν επιτρέπεται να το ανάψει μέσα στο εστιατόριο. Ξαναγυρίζει στην παρέα του.

Οι τρεις αόρατες κυρίες παρατηρούν και γράφουν. Γράφουν μόνο για όσα παρατηρούν. Έτσι, δεν  λένε κουβέντα για την ανυπομονησία της ξανθιάς καλλονής να νυχτώσει,  να βρεθεί μόνη της, χωρίς γόβες, στη φθηνή αγκαλιά της καινούριας ηλεκτρικής της σόμπας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κ. Γ. Καρυωτάκης: Ένας πρακτικός θάνατος

Γιάννης Βαρβέρης: Γκάφα σε όνειρο